Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το ξέφωτο

См. также в других словарях:

  • ξέφωτο — το 1. χώρος ανοιχτός, χωρίς δέντρα, μέσα σε δάσος: Βαδίσαμε μέσα στο δάσος αρκετά, ώσπου βγήκαμε στο ξέφωτο. 2. στον πληθ., ξέφωτα ως χρον. επίρρ., μετά τη γιορή των Φώτων: Ξέφωτα θα ξαναρχίσω τη δουλειά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πτιλονορυγχίδες — Πτηνά που ζουν στην Αυστραλία, στη Νέα Γουινέα και σε μερικά γειτονικά τους αρχιπελάγη και αποτελούν μία οικογένεια της τάξης των στρουθιόμορφων. Οι π. –που περιλαμβάνουν περίπου 17 είδη– παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον προπάντων για τη… …   Dictionary of Greek

  • List of pangrams — This is a list of pangrams which are sentences using every letter of the alphabet at least once.= Perfect pangrams in English (26 letters) = Without proper nouns or initialisms * Cwm fjord bank glyphs vext quiz. ( Carved symbols in a mountain… …   Wikipedia

  • Панграмма — (c греч. «все буквы») или разнобуквица  текст, использующий все или почти все буквы алфавита. Панграммы используются для демонстрации шрифтов, проверки передачи текста по линиям связи, тестирования печатающих устройств и т. п.… …   Википедия

  • άνοιγμα — το (Α ἄνοιγμα) η πράξη του να ανοίγει κανείς κάτι νεοελλ. 1. μέρος από όπου υπάρχει πέρασμα, η δίοδος, η είσοδος 2. (για ρούχα) το μέρος του υφάσματος που δεν είναι ραμμένο, που παραμένει ελεύθερο 3. το μέρος του δάσους που δεν έχει δέντρα,… …   Dictionary of Greek

  • εξαίθρα — και ξαίθρα και ξαίδρα, η [αίθρά] ξέφωτο σε δάσος …   Dictionary of Greek

  • λάκκα — Ονομασία έξι οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 500 μ., 28 κάτ.) του νομού Άρτης. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις δυτικές απολήξεις των ορέων του Βάλτου, Α της Άρτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γεωργίου Καραϊσκάκη. 2. Ημιορεινός… …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξάνοιγμα — το [ξανοίγω] 1. άνοιγμα, άπλωμα 2. η αλλαγή τού καιρού προς το καλύτερο, η αιθρίαση, η βελτίωση τού καιρού 3. ο απόπλους προς το ανοιχτό πέλαγος 4. εκμυστήρευση μυστικών 5. διεύρυνση δραστηριότητας, εργασίας ή δαπάνης πέρα από τα επιτρεπτά όρια ή …   Dictionary of Greek

  • ξέφωτος — η, ο 1. (για τόπο) ηλιόλουστος, ολοφώτεινος 2. το ουδ. ως ουσ. το ξέφωτο έκταση ανοιχτή, χωρίς δέντρα, μέσα σε δάσος 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ξέφωτα α) μετά την εορτή τών Φώτων, μετά τα Θεοφάνεια β) υπό άπλετο φως, την ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • τομάς — άδος, ἡ, Α 1. δ. αν. τού ἀποτομάς, ανωμ. θηλ. τού απότομος 2. ξέφωτο σε δάσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τομή + κατάλ. άς, άδος (πρβλ. στολ άς)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»